- χορτάσῃ
- χορτάζωfeedaor subj mid 2nd sgχορτάζωfeedaor subj act 3rd sgχορτάζωfeedfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χόρταση — η, Ν χορτασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. χόρτασα τού χορταίνω + κατάλ. η. Η λ., στον λόγιο τ. χόρτασις, μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο] … Dictionary of Greek
χόρταση — η χόρτασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορτασίλα — η, Ν χορτασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρταση + κατάλ. ίλα (πρβλ. σκασ ίλα)] … Dictionary of Greek